- συγκροτουμένη
- συγκροτέωstrike togetherpres part mp fem nom/voc sg (attic epic)συγκροτέωstrike togetherpres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… … Dictionary of Greek
Μερτζ, Μάριο — (Mario Merz, Μιλάνο 1925 –). Ιταλός εικαστικός καλλιτέχνης. Μεγάλωσε στο Τορίνο, όπου και ξεκίνησε σπουδές ιατρικής, τις οποίες εγκατέλειψε γρήγορα. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου εντάχθηκε στο αντιφασιστικό κίνημα και συνελήφθη το 1945,… … Dictionary of Greek